Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Οἱ Καλλικάντζαροι

Ἀπό τὶς Λαϊκὲς Παραδόσεις

Οἱ Καλλικάντζαροι

«Θύραζε Κῆρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια» 
(Φύγετε δαιμόνια, ἡ φιλοξενία πλέον ἐτελείωσε !)
Ἀπὸ τὴν Ἑορτὴ «Χῦτροι» τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων, κατὰ τὸν μῆνα Ἀνθεστηριώνα

  Τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων τελειώνει τό, κατὰ τὴν Χριστιανικὴν Παράδοση, Δωδεκαήμερον. Δηλαδή, τὸ χρονικὸν διάστημα τῶν
12 ἡμερῶν ἀπὸ τῶν Χριστουγέννων μέχρι καὶ τὴν «Πρωτάγιαση» ( 5 Ἰανουαρίου).
 Συμφώνως πρὸς τὴν λαϊκὴν δοξασία, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, καὶ καθὼς  «τὰ νερὰ εἶναι ἀβάφτιστα», εὑρίσκουν εὐκαιρία  καὶ ἀνεβαίνουν στὴν Γῆ διάφορα δαιμόνια μὲ «καλίκια στὰ πόδια τους»[i], δαιμόνια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν κάτω κόσμον, καὶ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους, σκαρφαλώνουν στὶς στέγες  καὶ κατεβαίνουν στὸ ἐσωτερικὸ τῶν οἰκιῶν ἀπὸ τὶς καπνοδόχους, ἀνακατεύουν καὶ «μαγαρίζουν» τὰ  πράγματα τοῦ σπιτιοῦ, καὶ γενικῶς ἐπιχειροῦν νὰ σκανδαλίσουν καὶ νὰ βάλουν σὲ μπελάδες τοὺς ἀνθρώπους.
  Αὐτὰ τὰ δαιμόνια ζοῦν στὸν κάτω κόσμο, καὶ  λαὸς  τοὺς ἔχει δώσει πολλὰ ὀνόματα. Ἀλλοῦ τὰ λένε «καρκάντζαλους», ἀλλοῦ «κωλοβελόνηδες», ἀλλοῦ  «μαντρακούκους», ἀλλοῦ «καλκάνια», ἀλλοῦ «λυκοκαντζάρους», κλπ., ἀλλὰ  γνωστότερα (πανελλαδικῶς) τὰ δαιμόνια αὐτὰ εἶναι μὲ τὸ ὄνομα:  «Καλλικάντζαροι» .
  Στὸν κάτω κόσμο, ὅπου ζοῦν, τρέφονται μὲ φίδια, σκουλίκια, βατράχους, ποντίκια καὶ γενικῶς ἀκάθαρτες τροφές, Ὄταν, ὅμως, ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὴν Γῆ κατὰ τὸ 12ήμερον, δὲν ἀποστρέφονται τὰ  ἐδέσματα τῶν ἑορτῶν, ἀντιθέτως τοὺς ἀρέσουν ἐξαιρετικά τὸ χοιρινὸ κρέας καὶ τὰ λουκάνικα, καθὼς καὶ οἱ τηγανίτες. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ γυναὶκες τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐξοργίζουν καὶ γιὰ νὰ τοὺς καλοπιάνουν, ρίχνουν ἐπάνω στὶς στέγες τῶν κατοικιῶν τους λουκάνικα καὶ τηγανόψωμα γιὰ νὰ φάνε οἱ καλλικάντζαροι καὶ νὰ ἐξευμενισθοῦν!
Οἱ ἄνθρωποι  φαντάζονται τοὺς καλλικαντζάρους σὰν δύσμορφους, μὲ μορφές,  ποὺ διαφέρουν μὲν ἀπὸ τόπο σὲ τόπον, ἀλλὰ κοινὸ γνώρισμά τους  εἶναι ἡ ἀσχήμια τους. Εἶναι, δηλαδή, κακομούτσουνοι, ἄλλοτε ψηλοὶ ἤ ἀδύνατοι,  
ἄλλοτε μικρούτσικοι καὶ μισοσακάτηδες, τριχωτοί, σκουρόχρωμοι, μὲ μακρυὰ μαλλιὰ καὶ νύχια, μὲ κόκκινα μάτια καὶ μὲ οὐρά, καὶ φοροῦν σιδερένια παπούτσια (καλίκια) ἤ τσαρούχια!
  
  Οἱ παραδόσεις γιὰ τὴν προέλευση τῶν ἐξωτικῶν αὐτῶν ὄντων εἶναι πολυάριθμες καὶ ἀλλάζουν ἀπὸ τόπον σὲ τὸπον.  Λένε, ότι εἶναι ἄνθρωποι, ποὺ μεταμορφώνονται κατὰ ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα σὲ δαιμόνια ἀπὸ κακιὰ τους μοίρα, γίνονται δὲ καλλικάντζαροι ἀκόμη ἄνθρωποι, ποὺ ἐγεννήθηκαν μέσα στὸ 12ήμερο(!), ἐκτὸς ἄν βαπτισθοῦν ἀμέσως μόλις γεννηθοῦν,  εἴτε ἄνθρωποι ποὺ ἀπέθαναν ἤ αὐτοκτόνησαν μέσα στὸ 12 ήμερο!`Καλλικάντζαροι ἀκόμη γίνονται ὅσοι εἶναι «ἀλαφροΐσκιωτοι», ἰδιότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς προστατεύση ἀποτελεσματικὰ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴν ἐπίδραση! 
 Στόν  «κάτω κόσμο», ὅπου ζοῦν οἱ καλλικάντζαροι,  ὁλοχρονὶς πελεκᾶνε ἤ πριονίζουν  τὸ «δένδρο τῆς Γῆς», τὸ δένδρο, δηλαδή, ποὺ βαστάει τὴν Γῆ ( παραλλαγή τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ μύθου τοῦ θρυλικοῦ Ἄτλαντος, ποὺ κρατάει στοὺς ὤμους του τὴν Γῆ), ἐπειδὴ θέλουν νὰ τὴν γκρεμίσουν καὶ ἔπειτα νά γελᾶνε μὲ τὰ παθήματα τῶν ἀνθρώπων.
 Ὅταν, ὅμως, ἔρχονται τὰ  Χριστούγεννα, καὶ οἱ καλλικάντζαροι ἔχουν  ἀποκάμει ἀπὸ τὴν ὁλόχρονη προσπάθεια νὰ κόψουν τὸ «δένδρο τῆς Γῆς», συμφωνοῦν νὰ «ἀνέβουν» γιὰ λίγο ἐπάνω στὴν Γῆ γιὰ νὰ διασκεδάσουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς πειράξουν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἑορτῶν, γιὰ νὰ φᾶνε, νὰ πιοῦνε καὶ νὰ ἀνακατώσουν τὰ  σπίτια τῶν ανθρώπων, καὶ ἔπειτα θὰ ἐπιστρέψουν γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο τους, δηλαδὴ τὸ κόψιμο τοῦ δένδρου τῆς Γῆς.
 Ὅταν, ὅμως, κατὰ τὰ Θεοφάνεια, μὲ τὸ ἁγιασμὸν τῶν ὑδάτων, φεύγοντες ἐπιστρέφουν στὸν κάτω κόσμον, εὑρίσκουν τὸ «δένδρο τῆς Γῆς» ἀκέραιο, χωρὶς τὰ κοψίματα, καὶ τότε ἀρχίζουν πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ δαιμονικό τους ἔργο, πριονίζοντας καὶ πελεκώντας πάλι τὸ δένδρο γιὰ νὰ γκρεμίσουν τὴν Γῆ!  

  Πάντως, ὁ λαὸς πιστεύει, ότι οἱ καλλικάντζαροι δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ βλάψουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι ἱκανοὶ νὰ  τοὺς ταλαιπωρήσουν καὶ νὰ  ἀναστατώσουν τὰ σπίτια, ὅπου μπαίνουν ἀπὸ τὴν καπνοδόχοἀπὸ τὶς χαραμάδες, νὰ σκορπίσουν τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ βασανίσουν τοὺς ἀκαμάτηδες ἄνδρες     ἢ τὶς ἀκαμάτρες γυναῖκες τοῦ σπιτιοῦ (γι’ αὐτὸ οἱ κοπέλλες προσπαθοῦν νὰ φτιάξουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο γνέμα κατὰ τὸ σαραντάημερο), νὰ μαγαρίσουν τὴν κουζίνα καὶ ὅ, τι δὲν εἶναι νοικοκυρεμένο, νὰ σκορπίσουν τὸ ἀλεῦρι στὴν ἀποθήκη, νὰ σβύσουν τὴν φωτιὰ στὴν «γωνιὰ» (τζάκι), νὰ χύσουν τὸ λάδι  ἢ τὸ κρασὶ, νὰ μαγαρίσουν τὸ νερό, καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν στάχτη!  
  Ἀκόμη, ὅταν περιφέρονται ἐπάνω στὴν Γῆ, προτιμοῦν τὶς λαγκαδιές, τὰ ἐρημικὰ μέρη, τὶς ποταμιὲς, τὰ γεφύρια καὶ τοὺς νερομύλους, παραμονεύοντες τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κινοῦνται κατὰ τὶς νύχτες, στὰ μέρη ὅπου ὑπάρχει νερὸ ἤ στὰ τρίστρατα, γιὰ νὰ τοὺς περιγελάσουν, νὰ τοὺς ἐνοχλήσουν  καὶ νὰ τοὺς πειράξουν ἤ νὰ τοὺς φοβίσουν, φεύγουν ὅμως ἀπὸ τὰ μέρη αὐτά, ὅταν λαλήση γιὰ τρίτη φορὰ ὁ πετεινός καὶ ἡ αὐγὴ ἀρχίση νὰ ἁπλώνη τὸν ἀσημένιο μανδύα της στὸν οὐρανό!
Σὲ μερικὰ, ὅμως,  μέρη τῆς Ἑλλάδος, πιστεύουν, ὅτι οἱ καλλικάντζαροι ξαφνικὰ πηδοῦν στοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εὑρίσκονται νύχτα στὶς ἐρημιές, τοὺς παίρνουν τὴν ὁμιλία (μιλιά), ὅπως οἱ νεράϊδες, ὅταν οἱ διαβάτες κάνουν τὸ λάθος καὶ ἀπαντήσουν σ’αὐτά ποὺ τοὺς λένε οἱ καλλικάντζαροι, καὶ παρασύρουν μέσ’ στὴν νύχτα τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐξωτικοὺς χορούς!
  Γι’ αὐτὸ παντοῦ οἱ νοικοκύρηδες καὶ οἱ νοικοκυρὲς τῶν  σπιτιῶν ξορκᾶνε τὰ δαιμόνια αὐτὰ γιὰ νὰ τὰ κάνουν ἀνίσχυρα νὰ βλάψουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ  σπίτια. Κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὶς θῦρες καὶ στὰ παράθυρα τῶν κατοικιῶν τους, καθὼς καὶ στὰ ἀγγειά, ποὺ περιέχουν τὸ λάδι καὶ τὸ κρασὶ τοὺ νοικοκυριοῦ, γιὰ νὰ μὴν μαγαρισθοῦνε ἀπὸ τὰ δαιμόνια αὐτά. Τὰ ξορκᾶνε ἀκόμη μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν…», ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς φωτιές, ποὺ ἀνάβουν κατὰ τὴν  «πρωτάγιαση» καὶ ἀνήμερα τῶν Φώτων στὴν «γωνιὰ» τοῦ σπιτιοῦ ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτό, στὶς αὐλὲς, στὰ χωράφια,  καὶ στοὺς δρόμους καὶ γενικὰ στὴν ὕπαιθρο, γιὰ καθαρμὸ, ὅπως γινότανε καὶ στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. «Ξῦλα κούτσουρα, δαυλιὰ καημένα» ἐφώναζαν παληὰ οἱ ἄνθρωποι στὰ χωριὰ τῆς Δυτικῆς Πελοποννήσου, βγαίνοντες  ἔξω τὴν νύχτα μὲ ἀναμμένα δαυλιὰ γιὰ νὰ ξορκίσουν καὶ νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς καλλικαντζάρους.
 
   Ὅπως εἴπαμε καὶ προηγουμένως, ὁ λαὸς πιστεύει, ὅτι οἱ καλλικάντζαροι φεύγουν ἀπὸ τῆν Γῆ κατὰ τὴν παραμονή τῶν Φώτων, δηλαδή τὴν «πρωτάγιαση», ὅταν ὁ Παππᾶς τῆς ἐνορίας  ἐπισκέπτεται μὲ τὴν ἁγιαστούρα του  τὰ σπίτια γιὰ νὰ τὰ ἁγιάσει. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Παππᾶ, μὲ τὴν ἁγιαστούρα του, τρομοκρατεῖ τοὺς καλλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὴν Γῆ, ἐπιστρέφοντες στὸν κάτω κόσμο ἔντρομοι καὶ ἅδοντες:
 «Φεύγετε νὰ φεύγουμε
γιατ’ ἔρχεται ὁ τουρλόπαππας
μὲ τὴν ἁγιαστούρα του
καὶ μὲ τὴν βρεχτούρα του.
Καὶ θὰ μᾶς ἁγιάση
καὶ θὰ μᾶς μαγαρίση.» 

Στὴν Κύπρο, οἱ γυναῖκες  κατά τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων, ποὺ ἁγιάζονται τὰ ὕδατα, ρίχνουν ἐπάνω στὴν στέγη τῶν  σπιτιῶν τὴν  πρώτη μερίδα τῶν λουκουμάδων ἤ τῶν ξεροτήγανων, γιὰ νὰ ἐξευμενίσουν  καὶ νὰ διώξουν μακριά τοὺς καλικαντζάρους, τραγουδώντας τοὺς παρακάτω παραδοιακοὺς στίχους:
«Τιτσίν τιτσίν λουκάνικον
μασ’αῖριν μαυρομάνικον
κομμάτιν ξεροτήανον
νὰ φᾶν οι Καλικάντζαροι
νὰ πᾶσιν εἰς τὸν τόπον τους.»  

 Λαογραφικὴ καταγωγὴ τῆς δοξασίας
  Ἂν καὶ ὁ  Πατέρας  τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης,  ἀποδίδει τὶς δοξασίες αὐτὲς γιὰ τοὺς Καλλικαντζάρους  σὲ «ἐπινοήματα τῆς νεοελληνικῆς φαντασίας», μᾶλλον πρόκειται γιὰ ἀπομεινάρια  Ἀρχαιοελληνικῶν  ἑορτῶν καὶ ἀναμνήσεων, ποὺ ἐπέζησαν στὰ βυζαντινὰ χρόνια καὶ στὴ λαϊκὴν παράδοση, ὅπως εἶναι, π.χ.,  οἱ ἀρχαιοελληνικὲς ἑορτὲς « τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια», ποὺ ἐτελοῦντο κατὰ τὸν μῆνα «ΠΟΣΕΙΔΑΩ΄ΝΑ» ( 16 Δεκ.-15 Ιαν.) ἤ τὰ «Ἀνθεστήρια», ποὺ ἐτελοῦντο κατὰ τὸν μῆνα «ΑΝΘΕΣΤΗΡΩ΄ΝΑ» ( 16 Φεβ. -15 Μαρτ.).
  Μάλιστα, ἡ 3η ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων εἶχε τὴν ὀνομασία «Χῦτροι» καὶ ἦτο ἀφιερωμένη στοὺς νεκροὺς, ἦτο, δέ, καὶ ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, καὶ οἱ ἄνθρωποι, πιστεύοντες, ὅτι μὲ τὸ τέλος τῆς  ἑορτῆς φεύγουν μαζὶ καὶ τὰ κακὰ πνεύματα,  ἐκαλοῦσαν τὰ δαιμόνια αὐτὰ (τὶς κῆρες, δηλ. τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν) νὰ φύγουν, φωνάζοντες: «Θύραζε Κῆρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια» ( φύγετε δαιμόνια, ἡ φιλοξενία πλέον ἐτελείωσε).
 Ἀργότερον, κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴν ἐποχήν, ὑπῆρξαν παρόμοιες ἑορτές, ὅπως τὰ «Σατουρνάλια», τὰ «Βρουμάλια», ἤ οἱ ἑορτὲς τῶν «Καλενδῶν», ἑορτές, τὸ περιεχόμενον τῶν ὁποίων συγγενεύει μὲ τὶς δοξασίες τοῦ 12ήμερου τῶν Χριστουγέννων.  

Ἑτυμολογικὴ Ἑρμηνεία τῆς λέξεως Καλλικάντζαρος  ἢ Καλικάντζαρος
 Ἑτυμολογικῶς, ἡ λέξη «Καλικάντζαρος»( μὲ   ἕνα λ) ἢ «Καλλικάντζαρος» (μὲ δύο λ) ἔχει δεχθῆ διάφορες ἑρμηνεῖες. 
 Μία ἑρμηνεία εἶναι αὐτή, ποὺ θέλει τὴν λέξη "Καλλικάντζαρος" (μὲ δύο λ) νὰ προέρχεται ἑτυμολογικῶς (κατὰ Ἀδαμ. Κοραῆν, Ἅπαντα Δ΄)  ἐκ τοῦ «καλός + κάνθαρος» [κάλλιον, καλλίτερον, Καλλι+κάνθαρος, Καλλικάντζαρος]. 
 Κατ' ἄλλην ἐτυμολογικὴν ἑρμηνείαν, ἡ λέξη «Καλικάντζαρος» (μὲ  ἕνα λ) προέρχεται ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴ λέξη «Καλίκι» ( =ὑπόδημα),  καὶ «ἄντζα» ( = κνήμη ποδιοῦ, καλάμι ποδιοῦ). Ὑπῆρχαν καλίκια (ὑποδήματα), ποὺ ἐκάλυπταν καὶ τὶς  ἄντζες (κνῆμες):  καλίκι+ἄντζα------καλικ+αντζα-----καλικ-αντζα-ρος ( κατὰ μεγέθυνση).  Ἑπομένως, Καλικάντζαρος= τὸ δαιμόνιον, ποὺ φοράει καλίκια (ὑποδήματα) μέχρι τὶς  ἄντζες (κνῆμες).      
 Θρῦλος  καὶ Πραγματικότης
  Γνωρίζουμε, ὅτι  κάθε άρχαιοελληνικὸς μῦθος ἤ θρῦλος  ἐμπεριέχει καὶ μίαν ἀλληγορία γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ζωή καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
  Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν Ἀστρονομίαν,  ὅτι κατά  τὴν περίοδον τοῦ 12ημέρου τῶν Χριστουγέννων συντελεῖται μία ριζικὴ μετεβολὴ στὴν πορεία τοῦ χρόνου, καθὼς συμβαίνει τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον[ii], μὲ τὴν μεγαλύτερη νύκτα καὶ τὴν μικρότερην ἡμέρα τοῦ χρόνου  γιὰ τὸν τόπον μας, ὁπότε ἔχουμε καὶ τὴν ἔναρξη τῆς σταδιακῆς αὐξήσεως τῆς  χρονικῆς διαρκείας τῆς ἡμέρας. Καθὼς, λοιπόν,  ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας ἀργὰ  ἀργὰ μεγαλώνει, ἡ Φύση προχωρεῖ ἀπὸ τὴν  σκοτεινὴν περίοδον τοῦ Χειμῶνος , ἀργὰ ἀργὰ πρὸς τὸ ἀνοιξιάτικο φῶς καὶ τὴν βλάστηση. 
  Σύμφωνα, τώρα,  μὲ τὶς δοξασίες τῶν ἀνθρώπων,  κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν ἔχουμε μία μετάβασην ἀπό τὴν  νέκρωση, ὅπου κυριαρχοῦν τὸ σκοτάδι, τὸ ἄδηλον τῆς τύχης τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγαθῶν  καὶ τὰ κακὰ «δαιμόνια»,  πρὸς τὴν ἀναγέννηση τῆς Φύσεως, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ Φῶς, ἡ Ἐλπίδα καὶ ἡ Αἰσιοδοξία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸ Παρὸν καὶ τὸ Μέλλον.
 Οἱ Καλλικάντζαροι, λοιπόν, ἀποτελοῦν  γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μέρος τῶν  δοξασιῶν, ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀναποδιά, τὸν φόβο τοῦ ἄδηλου τῆς τύχης ἀνθρώπων καὶ ἀγαθῶν, ἀποτελοῦν, δέ, οἱ Καλλικάντζαροι τοὺς συμμάχους  τῆς κακῆς τύχης τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ τοὺς ἐξορκίσουν καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουν ἀπὸ  τοὺς τόπους τῶν  ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων τους. Ἔτσι, διώχνοντας αὐτὰ τὰ κακὰ πνεύματα, οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν, ὅτι ἐξασφαλίζουν γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ γιὰ τὶς οἰκογένειὲς τους ἕναν καλὸν Χρόνο, τὴν Ὑγεία τους, τὴν Εὐτυχία τους, πλούσια σοδειὰ γιὰ τὶς οἰκογένειὲς τους, καὶ τὸ γενικὸ καλὸ γιὰ τὸν τόπον τους!
  Εἰς τὸ ἐπίπεδο τῆς πραγματικότητος, λοιπόν, καὶ πάντοτε ἐπί τῆ βάσει τοῦ ὅτι κάθε ἔθιμο ἤ θρῦλος ἀποτελεῖ ἕνα σύμβολο καὶ εἶναι μία ἀλληγορία, εἶναι βέβαιον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, στὴν καθημερινότητὰ του καὶ σὲ κάθε βῆμα τῆς δραστηριότητὸς του, πάντοτε  συναντᾶ μπροστὰ του τέτοια «δαιμόνια», ἴδια μὲ τοὺς «Καλλικαντζάρους» τῶν ἀνωτέρω δοξασιῶν.
 Αὐτοὶ οἱ «Καλλικάντζαροι» τῆς καθημερινότητος τῶν ἀνθρώπων εἶναι, κατὰ τὶς ἐπιδιώξεις τους καὶ τὸ ἦθος τους, ἴδιοι καὶ ὅπως ἀκριβῶς τοὺς ἐζωγράφισε ἡ Παράδοση, ἕτοιμοι νὰ βάλουν ἐμπόδια στὰ ἔργα τῶν ἀγαθῶν καὶ ταπεινῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ προκαλέσουν ἀναποδιὲς καί ἀτυχήματα στὴν ζωήν τους. Ἀπαράλλακτα ἴδιοι! Μικροὶ, στραβομούτσουνοι, οὐτιδανοί, μισοσακάτηδες,  διαβολεμένοι, πλάσματα τῆς σκοτεινῆς νύκτας, προωρισμένοι μόνον γιὰ τό κακό τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ τόπου!   Ὁπλισμένοι καταλλήλως γιὰ νὰ σὲ καταδυναστεύσουν, νὰ σὲ παγιδεύσουν στὴν ἀνηθικότητα, νὰ σὲ ταλαιπωρήσουν μὲ πονηρὰ καὶ στρεψόδικα λόγια τους, μὲ τὰ πανοῦργα παραδοξολογήματὰ τους, μὲ τοὺς ἀνηθίκους καὶ ἀνεντίμους τρόπους τους, μὲ τὰ ψέμματα καὶ μὲ τὴν δολιότητὰ τους, ἐπιχειροῦντες νὰ σὲ ἀναγκάσουν νὰ σταματήσης τὴν ἔντιμη καὶ φωτεινὴ πορεία σου, νὰ σκοτισθῆς, νὰ λοξοδρομήσης, νὰ ἀγανακτήσης, νὰ μισήσης, νὰ συνθηκολογήσης μαζὶ τους, ἐνῶ αὐτοὶ ταυτοχρόνως τρέφονται μὲ τὴν δρομολογημένην ἀμηχανία σου καὶ τὴν ἀνημποριὰ σου!  
  Βγαίνουν πάντα ἀπό τὸ σκοτάδι, ἀπὸ τὸ ἔρεβος, ἀποτελοῦν γέννημα τῆς ἀδικίας καὶ τῆς σκοτεινῆς διαπλοκῆς ἀνηθίκων καὶ ἀνεντίμων συμπεριφορῶν καὶ πράξεων, ὄργανα σκοτεινῶν καὶ ἐχθρικῶν τοῦ τόπου δυνάμεων,  εἶναι ἕτοιμοι νὰ κάμουν τὸ  κακὸ στὸν τόπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ὄνειδος καὶ στὴν παρακμή, καὶ ἐπιχειροῦν  νὰ σὲ παρασύρουν καὶ νὰ σὲ παγιδεύσουν γιὰ νὰ γίνης ὅμοιὸς τους.
 Φοβοῦνται, ὅμως, τὸ Φῶς καὶ, ἔντρομοι μπροστὰ σ’ αὐτό, εἶναι ἕτοιμοι νὰ χαθοῦν πρὸς τὸ σκοτάδι, νὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ μπροστὰ σου, ὅταν τὸ ἄπλετον Φῶς θὰ καταυγάση τὸ γύρω τοπίο.   
 Καθὼς, λοιπόν, ὁ μῦθος, ζητώντας διέξοδο ἐλπίδας ἀπὸ τὸ σκοτάδι,  ἔδωκε καὶ τὴν λύση μόνος του μὲ τὸ Φῶς καὶ μὲ τὴν κατίσχυση τοῦ ἠθικοῦ καὶ τοῦ ἐντίμου, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος τῆς καθημερινότητος θὰ ἀντιπαλεύση τὸ ἄδικο καὶ τὸ ἀνήθικο, θὰ παλεύση νὰ φέρη τὸ Φῶς στὴν ζωὴ του, γιὰ νὰ ταπεινώση καὶ νὰ ἀποδυναμώση τοὺς «Καλλικαντζάρους» τοῦ τόπου καὶ τῆς καθημερινότητός του!
   Αὐτὴ εἶναι ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου: νὰ παλεύη καθημερινὰ μὲ τοὺς «Καλλικαντζάρους» τῆς ζωῆς καὶ τοῦ τόπου του, ἰδιαιτέρως σήμερα, ποὺ ἡ ζωὴ μας, ἐδῶ στὴν χώρα μας,  περιστοιχίζεται ἀπὸ δόλιους καὶ ἀδίστακτους   «Καλλικαντζάρους», οἱ ὁποῖοι, κακῆ τῆ τύχη,  «διαφεντεύουν»  τὴν ζωὴ μας καὶ τὶς τύχες  αὐτοῦ τοῦ τάλανος τόπου!-

 Ἄγγελος  Λιβαθινὸς
Καρδαμᾶς, 3 Ἰανουαρίου 2019

[i]  Καλίκι ἤ καλίγι (τὸ)= κατὰ τὴν Βυζαντινὴν περίοδον, εἶναι τὸ χαμηλὸ ὑπὸδημα, μὲ σόλα, κατάλληλο γιὰ δύσκολες ( βαρειὲς) ἐργασίες. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Τσαγγίον , τὸ ὁποῖον ἦτο τὸ ὑπόδημα γενικῶς τῶν Βυζαντινῶν. Ἐκ  τοῦ ὀνόματος «τσαγγίον» προέρχεται ἡ λέξη Τσαγγάριος, Τσαγγάρης=ὑποδηματοποιός!
[ii]  Χειμερινὸν Ἡλιοστάσιον = ὅρος τῆς Ἀστρονομίας, ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρίση τὴν χρονικὴν στιγμή, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἥλιος εὑρίσκεται, γιὰ τόπους τοῦ  βορείου Ἡμισφαιρίου, στὸ χαμηλότερο σημεῖο τοῦ οὐρανοῦ, ὁπότε σταματάει τὴν πρὸς Νότον κίνησή του καὶ  τρέπεται πρὸ τὴν  ἀντίθετον φορά, δηλαδή πρὸ βορρᾶν ( «χειμερινὴ τροπὴ»), καὶ τότε παρατηρεῖται ἡ μικρότερη διάρκεια τῆς ἡμέρας κατὰ τὸ συγκεκριμένον ἔτος, ὁπὸτε ἀρχίζει ἀστρονομικῶς καὶ ὁ Χειμὼν γιὰ τὸν συγκεκριμένον τόπον. Τὸ Χειμερινὸν Ἡλιοστάσιον  παρατηρεῖται  κατὰ μία τῶν ἡμερῶν μεταξὺ 21 καὶ 23 Δεκεμβρίου ἑκάστου ἔτους. Ἐφέτος, τὸ 2018, τὸ Χειμερινὸν Ἡλιοστάσιον συνέβη τὴν 22αν Δεκεμβρίου 2018, ὁπότε εἴχαμε καὶ τὴν μεγαλύτερη νύκτα ( ἄρα τὴν μικρότερην ἡμέρα) τοῦ ἔτους 2018.